- ἡμιπήχιον
- ἡμιπήχιονhalf-cubitneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἡμιπηχίου — ἡμιπήχιον half cubit neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιπήχειον — ἡμιπήχειον και ἡμιπήχιον, τὸ (Α) [ημίπηχυς] μισός πήχυς … Dictionary of Greek